- ευθυγνωμίας
- εὐθυγνωμίας, ὁ (Α)μάρτυρας ο οποίος δίνει ειλικρινή κατάθεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευθυ-γνωμ- (< ευθύγνωμος) + παραγ. κατάλ. -ίας (πρβλ. εισοδηματ-ίας, κινηματ-ίας).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐθυγνωμίας — εὐθυγνωμίᾱς , εὐθυγνωμίας witness who gives direct evidence masc acc pl εὐθυγνωμίᾱς , εὐθυγνωμίας witness who gives direct evidence masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)